Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

tracing operation


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο operation παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: tracing

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
operation n (maneuver, procedure)διαδικασία ουσ θηλ
  διεργασία ουσ θηλ
  (προσπάθεια)εγχείρημα ουσ ουδ
 Fitting this small part into the watch mechanism is a delicate operation.
 Το να βάλεις αυτό το μικρό κομμάτι στον μηχανισμό του ρολογιού είναι μια λεπτή διαδικασία.
operation n (manner of working) (από κάποιον)χειρισμός ουσ αρσ
  λειτουργία ουσ θηλ
 The operation of this machine is quite simple.
 Η λειτουργία αυτού του μηχανήματος είναι αρκετά απλή.
operation n (mission)επιχείρηση ουσ θηλ
 The police operation to catch the thieves was successful.
 Η αστυνομική επιχείρηση τη σύλληψη των ληστών ήταν επιτυχημένη.
operation n (mathematics: procedure)πράξη ουσ θηλ
  (πιο πολύπλοκη)διαδικασία ουσ θηλ
 Multiplication is a mathematical operation.
 Ο πολλαπλασιασμός είναι μια μαθηματική πράξη.
operations npl (business activities)επιχειρηματικές δραστηριότητες επίθ + ουσ θηλ πλ
  δραστηριότητες επίθ + ουσ θηλ πλ
  επιχειρήσεις ουσ θηλ πλ
 We manage our company's operations from our headquarters in London.
 Διευθύνουμε τις δραστηριότητες της εταιρείας από τα κεντρικά μας στο Λονδίνο.
operation n (business)επιχείρηση ουσ θηλ
 This company is active in several countries; it's a large operation.
 Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες. Είναι μια μεγάλη επιχείρηση.
operation n mainly UK (surgery)εγχείρηση, επέμβαση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)χειρουργείο ουσ ουδ
  (σπάνιο)χειρούργηση ουσ θηλ
 Peter's knee is very painful and he needs an operation.
 Το γόνατο του Πήτερ πονάει πολύ και χρειάζεται επέμβαση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
combined operation n (joint venture, joint effort)συλλογική προσπάθεια έκφρ
emergency operation n (surgery: urgent)επείγουσα χειρουργική επέμβαση ουσ θηλ
gall operation,
gall bladder operation
n
(surgery to remove gallstones)εγχείρηση χολής φρ ως ουσ θηλ
in operation adj (functioning, active)εν ενεργεία έκφρ
  σε λειτουργία έκφρ
 After several delays the new factory is finally in operation.
joint operation n (combined or shared project)κοινή επιχείρηση έκφρ
mode of operation n (criminal: modus operandi)τρόπος δράσης φρ ως ουσ αρσ
 By analyzing the mode of operation, the police could tell that the same criminal was responsible for both crimes.
mode of operation n (method, procedures)μέθοδος, διαδικασία ουσ θηλ
operation panel n (dashboard)ταμπλό ουσ ουδ άκλ
  ταμπλό χειρισμού, πίνακας χειρισμού περίφρ
operation room n (surgery: operating theatre)αίθουσα χειρουργικών επεμβάσεων, αίθουσα χειρουργείου φρ ως ουσ θηλ
  χειρουργική αίθουσα επίθ + ουσ θηλ
  χειρουργείο ουσ ουδ
out of operation adj (no longer functioning)εκτός λειτουργίας περίφρ
out of operation adv (no longer functioning)εκτός λειτουργίας περίφρ
parallel operation n ([sth] taking place simultaneously)ταυτόχρονη δραστηριότητα ουσ θηλ
put [sth] in operation,
put [sth] into operation
v expr
(initiate, set off)θέτω κτ σε λειτουργία έκφρ
  θέτω κτ σε εφαρμογή έκφρ
  εκκινώ ρ μ
  ξεκινάω, ξεκινώ ρ μ
 It was time to put the plan in operation.
routine operation n (standard surgical procedure) (τυπική, απλή εγχείρηση)εγχείρηση ρουτίνας, επέμβαση ρουτίνας φρ ως ουσ θηλ
 Removing a tooth is just a routine operation these days, and the patient usually returns home the same day.
run a taut ship,
run a taut operation
v expr
(be a strict, efficient manager)έχω τα πάντα υπό έλεγχο έκφρ
  εφαρμόζω αυστηρή πειθαρχεία έκφρ
sex-change operation n dated (gender reassignment surgery)εγχείρηση αλλαγής φύλου φρ ως ουσ θηλ
  επέμβαση αλλαγής φύλου φρ ως ουσ θηλ
 Sam underwent a sex-change operation to change from a man to a woman.
surgical operation n (invasive medical procedure)χειρουργική επέμβαση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tracing operation στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tracing operation».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!